οβριμόγυιος

οβριμόγυιος
ὀβριμόγυιος, -ον (Α)
(για κήτος) αυτός που έχει ισχυρά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. μονό-γυιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀβριμόγυιον — ὀβριμόγυιος strong limbed masc/fem acc sg ὀβριμόγυιος strong limbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβριμόγυια — ὀβριμόγυιος strong limbed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”